αιγυπτιακός

αιγυπτιακός
-ή, -ό (Α αἰγυπτιακός, -ή, -ὸν) [Αἰγύπτιος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήν
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακά
τίτλος έργων τού Ελλάνικου και άλλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγυπτιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγυπτιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγυπτιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο: Η αρχαία ελληνική τέχνη δέχτηκε επιδράσεις από την αιγυπτιακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιγυπτιακός Αστήρ — Διμηνιαίο περιοδικό του 19ου αι. με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1886 88). Ιδρύθηκε από τον Βασίλειο Ματθαίο …   Dictionary of Greek

  • Αἰγυπτιακά — Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc pl Αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc/acc dual Αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγυπτιακά — Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc pl αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc/acc dual αἰγυπτιακά̱ , Αἰγυπτιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγυπτιακῶν — Αἰγυπτιακός of fem gen pl Αἰγυπτιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγυπτιακῶν — Αἰγυπτιακός of fem gen pl Αἰγυπτιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγυπτιακόν — Αἰγυπτιακός of masc acc sg Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγυπτιακόν — Αἰγυπτιακός of masc acc sg Αἰγυπτιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”